- ὑπαυγάζον
- ὑπαυγάζωshine underpres part act masc voc sgὑπαυγάζωshine underpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπαυγάζω — ΜΑ καταυγάζω, φωτίζω μσν. μτφ. κάνω κάτι να λάμπει αρχ. (αμτβ.) 1. αστράφτω, από κάτω, λάμπω από κάτω («χρυσοῡ ψῆγμα ποταμῷ ἀργυροδίνῃ ὑπαύγαζον», Φιλόστρ) 2. αρχίζω να φέγγω, να φωτίζω («ἐπεὶ ἡμέρα ἠπηύγαζε», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * +… … Dictionary of Greek